- παχύμυρο
- τοαρωματική αλοιφή για θεραπευτική ή καλλυντική χρήση, μυραλοιφή, πομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + μύρο. Η λ., στον πληθ. παχύμυρα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυραλοιφή — η (ΑΜ μυραλοιφή) νεοελλ. είδος ευώδους αλοιφής, παχύμυρο, πομάδα (μσν. αρχ.) η επάλειψη με μύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἀλοιφή] … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek